- πονηροί
- πονηρόςoppressed by toilsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόνηροι — πονηρός oppressed by toils masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… … Православная энциклопедия
ГНОРИМЫ — • Γνώριμοι, знатные, одно из многочисленных названий вельмож и благородных; противополагаются им δη̃μος, κακοί, δειλοί, πονηροί. Другие выражения были: ε̉πιφανει̃ς выдающиеся, χαρίεντες, для обозначения более утонченного образования… … Реальный словарь классических древностей
КАЛОКАГАТИЯ — • Καλοί καγαθοί, первоначально выражение для нравственного и гражданского превосходства, означает на языке аристократов, как γνώριμοι и т. п. выражения, знатных в противоположность массе, κακοί, πονηροί и т. д … Реальный словарь классических древностей
NUDI Pedes — viriles magis, quam in calceis, verba Tertull. de Pallio. Ubi, si quid calceatûs inducitur a palliatis, sandalia esse, non calceos, quae res mundissima est: frequentius tamen nihil calceatûs inducere, sed nudipedes agere, hocque virile magis esse … Hofmann J. Lexicon universale
Σκίταλοι — οἱ, ΝΑ μυθ. πονηροί δαίμονες, λάγνοι και φιλήδονοι, προστάτες τών απατεώνων εμπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. Κόβαλοι «κακοποιά δαιμονικά όντα»). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το όνομα Σκίτων] … Dictionary of Greek
Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek
καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek